ψευδερμαφροδιτισμός

ψευδερμαφροδιτισμός
ο, Ν
βιολ. ενδιάμεσος τύπος φύλου κατά τον οποίο συνυπάρχουν φυσιολογικοί γεννητικοί αδένες τού ενός φύλου, με παράλληλη διαμόρφωση τών έξω γεννητικών οργάνων τού άλλου φύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδερμαφρόδιτος + -ισμός*. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pseudohermaphroditism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανδρογυνία — η βιολ. ψευδερμαφροδιτισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”